Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραπετεύω [δrapetévo] Ρ5.1α : 1. φεύγω κρυφά από ένα χώρο που φρουρείται, κυρίως από φυλακή ή από κάπου όπου επικρατούν ανάλογες συνθήκες. || Δραπέτευσε στο εξωτερικό, δραπέτευσε και διέφυγε στο εξωτερικό. || (επέκτ.) εγκαταλείπω κρυφά ένα περιβάλλον στο οποίο ανήκω και το οποίο αισθάνομαι ως περιοριστικό της ελευθερίας μου: Δραπέτευσε από το σπίτι του / από το ορφανοτροφείο. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω ένα περιβάλλον που με πιέζει ασφυκτικά, ξεφεύγονας έτσι από τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που με κρατούν εκεί: Ο σημερινός άνθρωπος προσπαθεί να δραπετεύσει από τον κλοιό των σύγχρονων μεγαλουπόλεων. Θέλει να δραπετεύσει από το θλιβερό οικογενειακό περιβάλλον του.
[λόγ. < αρχ. δραπετεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- δραπετεύω.
-
- Αποφεύγω:
- το μελίσσιν … το δραπετεύει (ενν. η αρκούδα) (Φυσιολ. (Legr.) 382).
[αρχ. δραπετεύω. Η λ. και σήμ.]
- Αποφεύγω: