Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραματοποίηση η [δramatopíisi] Ο33 : η ενέργεια του δραματοποιώ. 1. διασκευή ενός πεζού ή ποιητικού έργου σε θεατρικό έργο. 2. (μτφ.) παρουσίαση ενός γεγονότος ως πολύ πιο σοβαρού ή δυσάρεστου από ό,τι είναι στην πραγματικότητα· τραγικοποίηση.
[λόγ. δραματοποιη- (δραματοποιώ) -σις > -ση]