Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρακόντειος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
δρακόντειος, επίθ.· δρακόντεος.
  • Που ανήκει σε δράκοντα:
    • ορέαν … δρακοντέαν (Διγ. Esc. 1102).

[αρχ. επίθ. δρακόντειος· πβ. LBG, λ. ιος. Η λ. και σήμ. λόγ. (Δημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρακόντειος 1 -α -ο [δrakóndios] Ε6 : που έχει σχέση με το δράκοντα ή που ταιριάζει σ΄ αυτόν: Δρακόντεια όψη. Δρακόντειο βλέμμα.

[λόγ. < αρχ. δρακόντειος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρακόντειος 2 -α -ο : που είναι πάρα πολύ αυστηρός και σκληρός και κατά συνέπεια πολύ αποτελεσματικός, κυρίως στις εκφορές: Δρακόντειοι νόμοι. Δρακόντεια μέτρα.

[λόγ. < γαλλ. draconien < αρχ. ανθρωπων. Δράκων, αιτ. -οντα -ien = -ειος κατά το δρακόντειος 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες