Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρακοντιά
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρακοντιά η [δrakondjá] Ο24 : είδος φαρμακευτικού φυτού· φιδόχορτο.

[ελνστ. δρακοντία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δρακοντιάζω,
βλ. δρακοντιώ.
[Λεξικό Κριαρά]
δρακοντιαίος, επίθ.
  • Που ταιριάζει σε δράκοντα:
    • οδόντας … οξείς, δρακοντιαίους (Βίος Αλ. 570).

[<ουσ. δράκων + κατάλ. ιαίος. Η λ. τον 4. αι. (Lampe)]

[Λεξικό Κριαρά]
δρακοντίας ο.
  • Πολύτιμος λίθος:
    • Στες δύο άκρες ήτονε (ενν. τα τραπέζια) μετά των δρακοντίων (Αλεξ. 2321).

[μτγν. ουσ. δρακοντίας. Πβ. όμως ουσ. δρακόντιον (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες