Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δραγάτης ο [δraγátis] Ο10 : αγροφύλακας, κυρίως αμπελιών.
[μσν. δραγάτης < ελνστ. *δραγάτης (πρβ. ελνστ. ἀρχιδραγάτης, ρ. δραγατεύω) ίσως < σύντμ. του *ἀμπελιδεργάτης]
[Λεξικό Κριαρά]
- δραγάτης ο.
-
- Φύλακας κήπου ή αμπελιών:
- Είδεν αυτόν τον μισθαργόν, του κήπου του δραγάτην (Καλλίμ. 2430)·
- (μεταφ.):
- της καλλονής δραγάτης (αυτ. 926).
[αβέβ. ετυμ. Πβ. όμως μτγν. ουσ. αρχιδραγάτης (L‑S Suppl.). Η λ. τον 6. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]
- Φύλακας κήπου ή αμπελιών: