Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράπανο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δράπανο το [δrápano] Ο42 : (τεχν.) μηχανικό τρυπάνι.

[λόγ. < αρχ. δράπανον = δρεπάνι, ίσως από σφαλερή ταύτιση προς το γαλλ. drépan, παλαιότ. trapan `τρυπάνι΄ < μσνλατ. trepanum < αρχ. τρύπανον `(χειρουργικό) τρυπάνι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
δραπανοάμαξο το,
βλ. δρεπανοάμαξο.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες