Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δράμι το [δrámi] Ο44 : 1. παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. 2. πολύ μικρή ποσότητα: Δεν έχω ούτε ~ ψωμί. ΦΡ κάποιος δεν έχει ~ μυαλό / φιλότιμο / ντροπή κτλ., για να τονίσουμε ότι κάποιος στερείται εντελώς κάποια θετική ιδιότητα.
δραμάκι το YΠΟKΟΡ για να δηλώσουμε την πολύ μικρή ποσότητα. [αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή `μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- δράμιον το, (Metrol. 13816)· αδράμι(ν)· αδράμιον, (Μetrol. 13621)· δράμι(ν).
-
- α) Μονάδα βάρους ίση με το 1/100 της λίτρας = 3,19 γρ. (βλ. Schilbach 1970: 228-31):
- Απέ το κρασίν … να πάρουν δικαίωμαν κάθα ασκίν γ´ ήμισον αδράμια (Ασσίζ. 49521)·
- β) προκ. για κ. ελάχιστο:
- ο μυελός τους δεν ’ξίζει τέσσερα δράμια χώμα (Αιτωλ., Μύθ. 116).
[<αραβ. dirhem - περσ. diram <ουσ. δραχμή. Ο τ. δράμι στο Somav. και σήμ. Η λ. στο LBG]
- α) Μονάδα βάρους ίση με το 1/100 της λίτρας = 3,19 γρ. (βλ. Schilbach 1970: 228-31):
[Λεξικό Κριαρά]
- Δραμιώτης ο.
-
- Αυτός που κατάγεται από τη Δράμα:
- (Συναδ. φ. 33ν).
[<τοπων. Δράμα + κατάλ. ‑ιώτης]
- Αυτός που κατάγεται από τη Δράμα: