Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δράκος ο [δrákos] Ο18 & δράκοντας ο [δrákondas] Ο5 θηλ. στη σημ. 1 δράκαινα [δrá
ena] & δρακόντισσα [δrakóndisa] & δράκισσα [δrá isa] Ο27 : 1α. (λαογρ.) φανταστικό ανθρωπόμορφο και ανθρωποφάγο τέρας με υπερφυσική δύναμη: Ο ~ του παραμυθιού. Έχει δράκου δύναμη. Tρώει σαν ~. || (θηλ.) η γυναίκα του δράκου. β. (μτφ.) κακός και σκληρός άνθρωπος. || χαρακτηρισμός πολύ επικίνδυνου βιαστή, στον οποίο αποδίδονται πολλά εγκλήματα. 2. μυθολογικό τέρας που το παρίσταναν συνήθ. με μορφή μεγάλου φτερωτού, πολυκέφαλου φιδιού, από το στόμα του οποίου έβγαιναν φλόγες: Ο Άγιος Γεώργιος σκοτώνει το δράκοντα. [μσν. δράκος < αρχ. δράκ(ων) `φίδι΄ με επίδρ. ανατολ. παραστάσεων, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)· μσν. δράκοντας < αρχ. δράκων, αιτ. -οντα· μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλ. φίδι΄ κατά τη σημ. των λ. δράκος, δράκοντας· δράκοντ(ας) -ισσα· δράκ(ος) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δράκος ο.
-
- 1) Μυθικό τέρας:
- μεταμορφώθη, εγίνη δράκος φοβερός (Αλεξ. 186).
- 2) Φίδι:
- Μέσα στο μέσον των θεριών δράκον μεγάλον είδα (Πικατ. 7).
- 3) (Προκ. για άνθρωπο) αυτός που έχει υπερφυσικές ιδιότητες:
- Ήτονε δράκος στην καρδιά (Ερωτόκρ. Β´ 413).
[<ουσ. δράκων. Η λ. πιθ. τον 9. αι. (LBG), στο Meursius και σήμ.]
- 1) Μυθικό τέρας: