Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δράκαινα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δράκαινα η [δrákena] Ο27 : ψάρι του βυθού με αγκαθωτά και δηλητηριώδη πτερύγια.

[μσν. δράκαινα < αρχ. δράκαινα `θηλυκό φίδι΄ κατά τη σημ. του ελνστ. δράκων (το ίδιο ψάρι)]

[Λεξικό Κριαρά]
δράκαινα η.
  • Η γυναίκα του δράκου:
    • εκ το δρακοντόκαστρον ο βασιλεύς απήρεν την δράκαιναν (Καλλίμ. 1539).

[αρχ. ουσ. δράκαινα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες