Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δούναι το [δúne] Ο (άκλ.) : σε εμπορικούς λογαριασμούς και σε λογιστικά βιβλία, το ποσό που πρέπει να δώσει κάποιος. ANT λαβείν. (έκφρ.) ~ και λαβείν, δοσοληψία· ΣYN έκφρ. πάρε δώσε: Δε θέλω να έχω ~ και λαβείν μαζί του.
[λόγ. < αρχ. δοῦναι απαρέμφ. του ρ. δίδωμι = δίνω]