Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δούναι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δούναι το [δúne] Ο (άκλ.) : σε εμπορικούς λογαριασμούς και σε λογιστικά βιβλία, το ποσό που πρέπει να δώσει κάποιος. ANT λαβείν. (έκφρ.) ~ και λαβείν, δοσοληψία· ΣYN έκφρ. πάρε δώσε: Δε θέλω να έχω ~ και λαβείν μαζί του.

[λόγ. < αρχ. δοῦναι απαρέμφ. του ρ. δίδωμι = δίνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες