Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δούλη η.
-
- 1)
- α) Υπηρέτρια, δούλα:
- δούλες της ήβαλεν εκεί αρχόντων θυγατέρες (Διγ. O 81)·
- β) προκ. για ευσεβή χριστιανή:
- Αξίωσον την δούλην σου την ταπεινήν, παρθένε (Εις Θεοτ. 47).
- α) Υπηρέτρια, δούλα:
- 2) Ως φιλοφρόνηση προς επίσημα πρόσωπα:
- εκλήθηκα εις τας χείρας σου δούλη του ορισμού σου (Ιμπ. 501).
[αρχ. ουσ. δούλη. Η λ. και σήμ.]
- 1)