Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δούλεψη η [δúlepsi] Ο32α : (λαϊκότρ.) κυρίως στην εκφορά στη ~ κάποιου, στην υπηρεσία κάποιου: Έχει στη δούλεψή του τριάντα νοματαίους. Mπήκε στη δούλεψή του, άρχισε να δουλεύει γι΄ αυτόν.
[μσν. δούλεψη < δουλευ- (δουλεύω) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [fs > ps] ]