Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δούλεμα το [δúlema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δουλεύω. 1. Tο ~ της πέτρας / του χαλκού, κατεργασία. Ο στίχος του θέλει πολύ ~ ακόμη, επεξεργασία. H γη χρειάζεται ~, καλλιέργεια. H μαγιονέζα / η σκορδαλιά θέλει πολύ ~, χτύπημα. 2. (μτφ., οικ.) κοροϊδία, κούρντισμα2: Aυτός σηκώνει πολύ ~.
[δουλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (διαφ. το αρχ. δούλευμα `υπηρεσία΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δούλεμα το.
-
- (Θρησκ.) λειτουργία:
- τα ρούχα του δούλεμα … να γεριεύγουν (Πεντ. Έξ. XXXI 10)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- (αυτ. Αρ. IV 12).
[<αρχ. ουσ. δούλευμα. Η λ. και σήμ.]
- (Θρησκ.) λειτουργία: