Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δούλα η [δúla] Ο25α αρσ. δούλος* : 1. (μειωτ., παρωχ.) υπηρέτρια. 2. για γυναίκα που από τις περιστάσεις υποχρεώνεται να προσφέρει στο περιβάλλον της συνεχείς υπηρεσίες, χωρίς να της μένουν περιθώρια προσωπικής ανεξαρτησίας, για γυναίκα που είναι σκλάβα: Δεν είμαι ~ σου για να σε υπηρετώ. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι ~ και κυρά.
δουλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, δούλα νεαρής ηλικίας. δουλάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1, μεγαλόσωμη δούλα, ικανή για βαριές δουλειές. [δούλ(ος)2α -α (πρβ. μσν. δούλη, αρχ. σημ. `σκλάβα΄)· δούλ(α) -άρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δουλαγωγώ.
-
- (Ενεργ. και μέσ., μεταφ.) υποτάσσω, χαλιναγωγώ:
- δουλαγωγήσας … τον θυμόν (Αναγν., Στ. πολιτ. 37).
[μτγν. δουλαγωγέω. Πβ. και δηλαγωγώ]
- (Ενεργ. και μέσ., μεταφ.) υποτάσσω, χαλιναγωγώ: