Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δούκισσα η.
-
- Δούκισσα:
- (Χρον. Μορ. H 8041).
[<ουσ. δούκας + κατάλ. ‑ισσα. Πβ. μεσν. λατ. ducissa (Du Cange, Lat.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Δούκισσα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. δούκας + κατάλ. ‑ισσα. Πβ. μεσν. λατ. ducissa (Du Cange, Lat.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |