Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοχείο το [δoxío] Ο39 : σκεύος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ή για τη φύλαξη υγρών ή στερεών ουσιών που βρίσκονται μέσα σε υγρό: ~ λαδιού / με ελιές / με τυρί / με βούτυρο. || ~ απορριμμάτων, σκουπιδοτενεκές. || σκεύος κατάλληλο για ούρηση ή αφόδευση.
[λόγ. < ελνστ. δοχεῖον]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοχείον το.
-
- Σκεύος που περιέχει κ., δοχείο·
- (εδώ μεταφ.):
- κάμνει τον δούλον ηδονής, δοχείον εδικόν του (Φυσιολ. (Legr.) 859)·
- (προκ. για την Παναγία):
- δοχείον της θεότητος (Ντελλαπ., Στ. θρην. 740).
- (εδώ μεταφ.):
[μτγν. ουσ. δοχείον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Σκεύος που περιέχει κ., δοχείο·