Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δουλοπρεπώς, επίρρ.
-
- 1) Ταπεινά, με σεβασμό:
- δουλοπρεπώς την χάριν της δέομαι (Τζάνε Εμμ., Αφ. 14217).
- 2) Υπάκουα, με ευπείθεια:
- (Καλλίμ. 1920).
[αρχ. επίρρ. δουλοπρεπώς. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ταπεινά, με σεβασμό: