Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δουλικός, επίθ.
-
- Ευπειθής, υποταγμένος, αφοσιωμένος:
- (Θεολ., Τζίρ. 3549)·
- (μεταφ.):
- Πρώτη γραφή και δουλική Λιβίστρου προς την κόρην (Λίβ. N 1061).
[αρχ. επίθ. δουλικός. Η λ. και σήμ.]
- Ευπειθής, υποταγμένος, αφοσιωμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δουλικός -ή -ό [δulikós] Ε1 : 1α. που ταιριάζει σε δούλο, σε άνθρωπο χωρίς αξιοπρέπεια και ελεύθερο φρόνημα: Δείχνει δουλική υποταγή στους εκάστοτε ισχυρούς. β. (μτφ.) για να τονιστεί η προσκόλληση σε ένα πρότυπο, που δεν αφήνει περιθώρια πρωτότυπης δημιουργίας: Δουλική μίμηση. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται σε δούλο1α: ~ μανδύας.
δουλικά ΕΠIΡΡ: Yπηρέτησε ~ το δικτατορικό καθεστώς. H Aναγέννηση δε μιμήθηκε ~ την κλασική αρχαιότητα. [λόγ. < αρχ. δουλικός & σημδ. γαλλ. servile]