Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δουλευτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουλευτής ο [δuleftís] Ο9 θηλ. δουλεύτρα [δuléftra] Ο25 : 1. αυτός που ζει από τη δουλειά του. 2. αυτός που αγαπάει τη δουλειά και που δουλεύει ακούραστα.

[ελνστ. δουλευτής· δουλευ(τής) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
δουλευτής ο· δουλεπτής.
  • 1)
    • α) Υπηρέτης, δούλος:
      • χαιρετά σα δουλευτής το Ρήγα (Ερωτόκρ. Α´ 2121
    • β) (προκ. για ιερέα):
      • Τσι δουλευτάδες τω θεών (Πανώρ. Δ´ 221).
  • 2) Εργάτης:
    • επλήρωνε τους δουλευτάδες οπού εδουλεύαν (Χρον. σουλτ. 847).
  • 3) Εργατικός, φιλόπονος:
    • ήτον … δουλευτής, να σκάφτει πάσα ημέρα (Συναδ. φ. 89r).

[<δουλεύω + κατάλ. τής. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες