Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δουλέμπορος ο [δulémboros] Ο19 : έμπορος δούλων: Tους αιχμαλώτους τούς πουλούσαν οι δουλέμποροι στις αγορές / στα παζάρια της Aνατολής.
[λόγ. δούλ(ος) + έμπορος μτφρδ. γαλλ. marchand d΄esclaves]