Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δουκάτο 1 το [δukáto] Ο39 : χώρα ή περιοχή που ανήκει στη δικαιοδοσία ενός δούκα.
[λόγ. < μσν. δουκάτο(ν) < δούκ(ας) -άτον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δουκάτο 2 το : παλαιό ευρωπαϊκό νόμισμα, συνήθ. χρυσό, που η αξία του ποίκιλλε ανάλογα με τη χώρα όπου κυκλοφορούσε.
[μσν. δουκάτο(ν) < βεν. ducato]
[Λεξικό Κριαρά]
- δουκάτο(ν) το· δουκάδο.
-
- 1) Χώρα ή περιοχή που εξουσιάζει ο δούκας:
- δουκάδο της Αθήνας και της Θήβας (Χρον. σουλτ. 10724).
- 2) Είδος νομίσματος:
- δύο χιλιάδες δουκάτα χρυσά (Μαχ. 67829)·
- πενήντα δουκατών κορέντε (= στην τρέχουσα τιμή, της αγοράς) (Βαρούχ. 71639).
[<μεσν. λατ. ducatus. Η λ. τον 6. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- 1) Χώρα ή περιοχή που εξουσιάζει ο δούκας: