Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δου
84 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δου το [δú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα δέλτα.

[από το φθόγγο που συμβολίζει το γράμμα δέλτα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

[Λεξικό Κριαρά]
δουάνα η,
βλ. ντοάνα.
[Λεξικό Κριαρά]
δούγα η,
βλ. δόγα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δουγλάσειος -ος / -α -ο [δuγlásios] Ε15 : (ανατ.) ~ χώρος, πτυχή του περιτοναίου.

[λόγ. < αγγλ. ανθρωπων. Douglas (Σκοτσέζος γιατρός) -ειος (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
δούδω,
βλ. δίδω.
[Λεξικό Κριαρά]
δουέριν το· ντουάριν· ντουέριν· τουέριν.
  • 1) Προίκα:
    • οι κληρονόμοι του τεθνεώτος … εντέχεται να στρέψουν το δουέριν της γυναικός (Ασσίζ. 12128).
  • 2) Κλήρος χήρας φεουδάρχη:
    • το ένα (ενν. μερίδιο τόπου) επήρε ο πρίγκιπας … και το άλλο η γυναίκα του διά ντουάριν (Χρον. Μορ. H 7239).

[<γαλλ. douaire. Ο τ. ντουάριν <παλαιότ. ιταλ. duario/doario - προβ. doari (DEI, λ. doario)]

[Λεξικό Κριαρά]
δούζης ο,
βλ. ντούζης.
[Λεξικό Κριαρά]
δουκάδο το,
βλ. δουκάτο(ν).
[Λεξικό Κριαρά]
δούκαινα η.
  • 1) Η γυναίκα του δούκα·
    • μεγάλη δούκαινα = η γυναίκα του μεγάλου δούκα:
      • (Πανάρ. 6422).
  • 2) Αρχόντισσα:
    • οπίσω απ’ αύτες ήτονε η δούκαινα των όλων (Θησ. (Foll.) I 78).

[<ουσ. δούκας + κατάλ. αινα. Η λ. στο LBG.]

[Λεξικό Κριαρά]
δουκάνη η.
  • Αλωνιστικό εργαλείο:
    • (Ασσίζ. 24027).

[<ουσ. τυκάνη (L‑S). Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες