Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοσοληψία η [δosolipsía] Ο25 : 1. εμπορική συναλλαγή· δούναι και λαβείν· ΣYN έκφρ. πάρε δώσε: Έχει πολλές δοσοληψίες με εμπορικούς οίκους του εσωτερικού και του εξωτερικού. 2. σχέσεις επαγγελματικές ή κοινωνικές: Έχει πολλές δοσοληψίες με δημόσιες υπηρεσίες. Δε θέλω να έχω δοσοληψίες με ανθρώπους αναξιόπιστους. || (ειρ.): Έχει δοσοληψίες με την αστυνομία, απασχολεί συχνά την αστυνομία με αδικήματα που διαπράττει.
[λόγ. < ελνστ. δοσοληψία]