Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοσατζής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοσατζής ο [δosadzís] Ο8 θηλ. δοσατζού [dosadzú] Ο37 : (προφ.) έμπορος που πουλάει τα εμπορεύματά του με δόσεις, γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι.

[δόσ(η) -ατζής· δοσατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες