Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοσίμετρο το [δosímetro] Ο40 : όργανο για τη μέτρηση της ακτινοβολίας σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, ακτινοθεραπευτικές διατάξεις κτλ.
[λόγ. < διεθ. dosimeter < αρχ. δόσι(ς) + μέτρον]