Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοξολόγημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοξολόγημα το [δoksolójima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δοξολογώ.

[μσν. δοξολόγημα < δοξολογη- (δοξολογώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες