Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοξαριά η [δoksarjá] Ο24 : το πέρασμα του δοξαριού επάνω στις χορδές για να παραχθεί ο ήχος: Aκούστηκαν οι δοξαριές της λύρας. Είναι τεχνίτης της δοξαριάς, παίζει με δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο. || ο ήχος που παράγεται: H σταθερότητα της δοξαριάς είναι ένα από τα γνωρίσματα του καλού βιολιστή.
[δοξάρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξαριά η.
-
- Τραύμα από βέλος, σαϊτιά (εδώ σε μεταφ.):
- δοξαριές … δέσποτα της αγάπης (Αχιλλ. L 210).
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑ιά. Πβ. και δοκριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Τραύμα από βέλος, σαϊτιά (εδώ σε μεταφ.):