Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοξάρι το [δoksári] Ο44 : 1. λεπτό και εύκαμπτο επίμηκες ξύλο, κατά μήκος του οποίου είναι τεντωμένες φυσικές (κυρίως αλόγου) ή τεχνητές τρίχες, και που το χρησιμοποιούν για να δονούν τις χορδές ορισμένων εγχόρδων, όπως π.χ. του βιολιού, του βιολοντσέλου κτλ.· τόξο2στ: Mάγος του δοξαριού, για κπ. που παίζει με μεγάλη δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο όργανο. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) α. τόξο: Λύγισε το ~ και έριξε τη σαΐτα. β. ουράνιο τόξο.
[μσν. δοξάρι(ον) < ελνστ. τοξάριον υποκορ. του αρχ. τόξ(ον) -άριον ίσως με παρετυμ. επίδρ. του δόξα]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξάρι το· δοξάριν· τοξάρι· τοξάριν· τοξάριον.
-
- Τόξο:
- δοξάρια και πίλες (Ασσίζ. 49622)·
- σαΐτες και δοξάρι (Ερωτόκρ. Γ´ 317)·
- (σε μεταφ. προκ. για τον έρωτα):
- ουδένα δεν απέφυγεν το φλογερόν δοξάρι (Διγ. Z 179).
[μτγν. ουσ. τοξάριον. Η λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Τόξο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοξαριά η [δoksarjá] Ο24 : το πέρασμα του δοξαριού επάνω στις χορδές για να παραχθεί ο ήχος: Aκούστηκαν οι δοξαριές της λύρας. Είναι τεχνίτης της δοξαριάς, παίζει με δεξιοτεχνία κάποιο έγχορδο. || ο ήχος που παράγεται: H σταθερότητα της δοξαριάς είναι ένα από τα γνωρίσματα του καλού βιολιστή.
[δοξάρ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξαριά η.
-
- Τραύμα από βέλος, σαϊτιά (εδώ σε μεταφ.):
- δοξαριές … δέσποτα της αγάπης (Αχιλλ. L 210).
[<ουσ. δοξάρι + κατάλ. ‑ιά. Πβ. και δοκριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Τραύμα από βέλος, σαϊτιά (εδώ σε μεταφ.):
[Λεξικό Κριαρά]
- δοξάριν το,
- βλ. δοξάρι.