Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δονώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονώ [δonó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. προκαλώ δονήσεις, μεταδίδω σε κτ. παλμικές κινήσεις: H χορδή δονείται από το πλήκτρο. Δονούνται οι φωνητικές χορδές. || H ατμόσφαιρα δονείται από τις ιαχές του πλήθους. 2. (μτφ.) προκαλώ πολύ έντονη και φανερή συγκίνηση σε κπ.: Tο πλήθος δονείται από ενθουσιασμό. H συγκίνηση δονούσε τις ψυχές τους. || H φωνή του δονείται από τη συγκίνηση, τρέμει.

[λόγ. < αρχ. δονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες