Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δονκιχ%
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονκιχοτικός -ή -ό [δonkixotikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από έναν ιδεαλισμό που δεν έχει όμως καμιά σχέση με την πραγματικότητα. || (επέκτ., μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από μια θεατρινίστικη επιδειξιομανία φανταστικών ικανοτήτων. δονκιχοτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. δον Κιχότ(ης) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δονκιχοτισμός ο [δonkixotizmós] Ο17 : συμπεριφορά που χαρακτηρίζει ένα άτομο του τύπου του δον Kιχότη. || ενέργειες που τις υπαγορεύει ένας εξωπραγματικός ιδεαλισμός και που είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.

[λόγ. < γαλλ. donquichotisme < Don Quichott(e) = δον Κιχότ(ης) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες