Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δομώ [δomó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. χτίζω, κυρίως ως πολεοδομικός όρος: Tο δομημένο περιβάλλον. Tο κτιριακό συγκρότημα έχει δομηθεί σύμφωνα με το νέο οικοδομικό κανονισμό. 2. (μτφ.) διατάσσω διάφορα στοιχεία έτσι ώστε να αποτελέσουν ένα οργανωμένο σύνολο: Yλικά με τα οποία δομείται ένα μυθιστόρημα. Kοινωνίες δομημένες με τις αρχές της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. δομῶ `χτίζω΄ σημδ. γαλλ. structurer]

[Λεξικό Κριαρά]
δομώ.
  • Κτίζω, οικοδομώ:
    • (Δούκ. 16731).

[μτγν. δομάω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες