Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δομικός -ή -ό [δomikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την οικοδόμηση κτιρίων ή άλλων κατασκευών: Δομική βιομηχανία. Δομικά υλικά. Δομικές μηχανές, κατάλληλες για την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών. Δομικά στοιχεία, τα φέροντα και τα διαχωριστικά στοιχεία μιας κατασκευής. || (ως ουσ.) ο δομικός, πολιτικός υπομηχανικός. 2. που έχει σχέση με τη δομή ενός συνόλου: Δομική γλωσσολογία. Δομική ανάλυση ενός ποιήματος. Δομικές αλλαγές στην οικονομία.
[λόγ.: 1: δομ(ή) -ικός (πρβ. μσν. δομικός `χτιστός΄)· 2: σημδ. γαλλ. structurel]