Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολώνω [δolóno] -ομαι Ρ1 : τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι ή σε παγίδα: Δόλωσα τα αγκίστρια με γαρίδες.
[μσν. δολώνω < αρχ. δολ(ῶ) `ξεγελάω με δόλωμα΄ -ώνω (δες στο δόλος)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δολώνω.
-
- 1) Βάζω δόλωμα:
- δόλωνε από το στήθος της κουρούνας … και πιάνεις σαργούς (Αγαπ., Γεωπον. 246).
- 2) Ξεγελώ, απατώ:
- Μήτε με τα κομπώματα μπορείς να με δολώσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1144]).
- 3) Κηλιδώνω:
- απάνω σ’ όλα την τιμή να μην τηνε δολώσει (Ερωτόκρ. Δ´ 275).
- 4)
- α) (Μεταφ.) νοθεύω:
- Έρωτα, … δολώνεις τσι χαρές με δάκρυα (Ερωφ. Γ´ 229)·
- β) διαστρεβλώνω:
- ψευδοπλάσματα οπού δολώνουσι την αλήθειαν (Χριστ. διδασκ. 447).
- α) (Μεταφ.) νοθεύω:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Δόλιος, πονηρός:
- αγάπη δολωμένη (Διακρούσ. 7619)·
- γλώσσαν ψεύτικην … και δολωμένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [578]).
- 2) Δυσάρεστος, θλιβερός:
- μαντάτα … πικρά και δολωμένα (Ανακάλ. 13).
- 3) (Προκ. για νομίσματα) κίβδηλος:
- δολωμένα στάμενα (Χριστ. διδασκ. 317).
- 1) Δόλιος, πονηρός:
[αρχ. δολόω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Βάζω δόλωμα: