Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δολοπλοκώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δολοπλοκώ [δoloplokó] Ρ10.9α : κάνω δολοπλοκίες, ραδιουργώ.

[λόγ. < μσν. δολοπλοκώ < δολοπλόκ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες