Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δολοπλοκία η [δoloplokía] Ο25 : ύπουλες και δόλιες ενέργειες που αποβλέπουν στην ηθική ή υλική βλάβη του ανταγωνιστή ή αντιζήλου· πλεκτάνη, μηχανορραφία, ραδιουργία.
[λόγ. < αρχ. δολοπλοκία]