Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκούν το [δokún] Ο (άκλ.) : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση κατά το ~, κατά την κρίση ή κατά την προτίμηση κάποιου, όπως του αρέσει, συνήθ. για αυθαίρετη ενέργεια: Ενεργεί κατά το ~.
[λόγ. < αρχ. τό δοκοῦν]