Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκιμασία η [δokimasía] Ο25 : 1. έλεγχος για να διαπιστωθεί: α. η καταλληλότητα ή η ποιότητα ενός πράγματος: H ~ ενός μετάλλου στη σκληρότητα / στην αντοχή. || (ιατρ.) εργαστηριακή εξέταση για την ανεύρεση στοιχείων που βοηθούν στη διάγνωση: Hπατικές δοκιμασίες. β. κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή ικανότητα ενός ατόμου: Περίοδος δοκιμασίας, δοκιμής. (έκφρ.) θέτω / βάζω σε ~ την αντοχή / την υπομονή κάποιου, κάνω κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το αντέξει, να το υπομείνει. || Γραπτή / προφορική ~, εξέταση μαθητή, γραπτή ή προφορική, για τον έλεγχο των γνώσεών του· (πρβ. τεστ). 2. πολύ μεγάλη ψυχική ή και σωματική ταλαιπωρία: Πέρασε πολλές δοκιμασίες στη ζωή του. Ο πόλεμος / η αρρώστια είναι πάντα μια μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. δοκιμασία]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοκιμασία η.
-
- 1) Εξέταση, έλεγχος:
- πέφτουν εις δυστυχίαν σ’ όσα μεταχειρίζονται χωρίς δοκιμασίαν (Αιτωλ., Μύθ. 2816).
- 2) Απόπειρα, δοκιμή:
- Δοκιμασία ει ασθενής ο ιέραξ ζήσεται (Ορνεοσ. αγρ. 5733).
- 3) Ταλαιπωρία, βάσανο:
- Από τους πολλούς πολέμους και τας δοκιμασίας (Διγ. Άνδρ. 31920).
[αρχ. ουσ. δοκιμασία. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εξέταση, έλεγχος: