Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκιμή η [δokimí] Ο29 : 1. χρησιμοποίηση ενός πράγματος σε μικρή ποσότητα ή για μικρό χρονικό διάστημα, για να εξακριβωθεί ή για να διαπιστωθεί η ποιότητα, η καταλληλότητα ή οι ιδιότητές του: Φάε μια κουταλιά για ~. Mια ~ θα σας πείσει για την ποιότητα των προϊόντων μας. Πεδίο πυρηνικών δοκιμών. Tο νέο μοντέλο είναι ακόμη στο στάδιο των δοκιμών. || (μαθημ.) έλεγχος για την ορθότητα του αποτελέσματος μιας αριθμητικής πράξης: H ~ του πολλαπλασιασμού, επαλήθευση. 2α. (συνήθ. πληθ.) η προετοιμασία μιας θεατρικής ή μουσικής παράστασης ή κάποιας άλλης επίσημης εμφάνισης και ο χρόνος που καταναλώνεται για αυτή· πρόβα: Tο θέατρο αργεί όσο διαρκούν οι δοκιμές. Οι μαθητές κάνουν δοκιμές για την παρέλαση. || Γενική ~, η τελευταία δοκιμή πριν από την πρεμιέρα ή από τη δημόσια εμφάνιση και μτφ., πριν από ένα εγχείρημα: H γενική ~ γίνεται με όλα τα σκηνικά και τα κοστούμια. Προηγήθηκαν τοπικές συγκρούσεις που αποτέλεσαν τη γενική ~ για το μεγάλο πόλεμο. β. (ραπτ., παρωχ.) πρόβα. (έκφρ.) κάνω ~, καταβάλλω προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα για να διαπιστώσω αν μπορώ να πετύχω κτ.· δοκιμάζω3: Kάνε μια ~, μπορεί να τα καταφέρεις.
[ελνστ. δοκιμή]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοκιμή η· δικιμή.
-
- 1) Δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος:
- (Αιτωλ., Μύθ. 183), (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 214).
- 2) Τέχνασμα:
- (Χρον. Τόκκων 2670).
- 3)
- α) Εμπειρία:
- (Φαλιέρ., Ιστ. 52)·
- την χάριν σου, πανάχραντε, με δοκιμήν την είδα (Σκλέντζα, Ποιήμ. 767)·
- β) απόδειξη:
- ει δοκιμήν ζητείτε του εν εμοί λαλούντος Χριστού (Φυσιολ. (Zur.) XLV 214).
- α) Εμπειρία:
- 4) Φρ. δοκιμήν ποιώ, παίρνω δοκιμήν = δοκιμάζω, αποπειρώμαι:
- (Αχέλ. 268, 2274).
- 5) Φρ. μπαίνω εις δοκιμήν να … = επιχειρώ να …:
- (Μαχ. 3803).
- 6) Δεινοπάθημα, ταλαιπωρία:
- η δοκιμή, μαστόρισσα μ’ έκαμε στά διηγούμαι (Ροδολ. Β´ 353).
[μτγν. ουσ. δοκιμή. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος: