Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκίμιο 1 το [δokímio] Ο40 : φιλολογικό, επιστημονικό ή κριτικό κείμενο, με περιορισμένη έκταση, που πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο θέμα χωρίς όμως να το εξαντλεί σε πλάτος και σε βάθος: Λογοτεχνικό / ιστορικό / φιλοσοφικό ~.
[λόγ. δοκιμ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. essai (διαφ. το αρχ. δοκιμεῖον (ελνστ. δοκίμιον) `τρόπος ελέγχου΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκίμιο 2 το : (τυπ.) τμηματική εκτύπωση κειμένου ή εικόνας που γίνεται πριν από την τελική εκτύπωση και επάνω στην οποία γίνονται διορθώσεις ή συμπληρώσεις· τυπογραφικό δοκίμιο.
[λόγ. δοκιμ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. épreuve]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκιμιογραφία η [δokimioγrafía] Ο25 : συγγραφή δοκιμίου.
[λόγ. δοκιμιο(γράφος) -γραφία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκιμιογραφικός -ή -ό [δokimioγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με το δοκιμιογράφο ή με τη δοκιμιογραφία.
[λόγ. δοκιμιογράφ(ος) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοκιμιογράφος ο [δokimioγráfos] Ο18 θηλ. δοκιμιογράφος [δokimioγrá fos] Ο35 : συγγραφέας δοκιμίων.
[λόγ. δοκίμι(ον) -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- δοκίμιον το.
-
- 1) Αγώνισμα, κατόρθωμα:
- (Χρον. Τόκκων 3346).
- 2) Βαριά πέτρα για δοκιμασία των σωματικών δυνάμεων, ιδ. στο αγώνισμα της άρσεως βαρών:
- ην (ενν. ράβδον) αυτός κατεσκεύασεν, ίνα παίζῃ αυτήν ως δοκίμιον (Δούκ. 3376).
[μτγν. ουσ. δοκίμιον. Τ. σήμ. ιδιωμ. (Andr.). Η λ. και σήμ. (‑ιο)]
- 1) Αγώνισμα, κατόρθωμα: