Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοιάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δοιάκι το [δjáki] Ο44 : (ναυτ.) τμήμα του τιμονιού με το οποίο γίνεται ο χειρισμός του πηδαλίου σε βάρκες και σε μικρά ιστιοφόρα· λαγουδέρα.

[μσν. οιάκιον, υποκορ. του αρχ. οἴαξ, παρετυμ. διά(;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες