Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δογματισμός ο [δoγmatizmós] Ο17 : 1. έλλειψη κριτικής σκέψης και προσκόλληση σε κάποια θεωρία, αρχή ή δοξασία που δε στηρίζεται σε αποδείξεις ή που θεωρείται επιστημονικά ξεπερασμένη: Ο τυφλός ~ και η διαλεκτική είναι δύο διαμετρικά αντίθετες έννοιες. 2. (φιλοσ.) θεωρία που δέχεται ότι με τη χωρίς όρια λογική δύναμη του νου είναι δυνατή η απόλυτη γνώση.
[λόγ. < γαλλ. dogmatisme < dogmat(iser) = δογματ(ίζω) -isme = -ισμός (πρβ. ελνστ. δογματισμός `δογματική αρχή΄)]