Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δογματίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δογματίζω [δoγmatízo] Ρ2.1α : διατυπώνω τις απόψεις μου με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση.

[λόγ. < ελνστ. δογματίζω & σημδ. γαλλ. dogmatiser < υστλατ. dogmatizo < ελνστ. δογματίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δογματίζω.
  • Διατυπώνω ως δόγμα:
    • πάντα κοινά εδογμάτισεν (Δούκ. 14931).

[μτγν. δογματίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες