Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δοβλέτι το [δovléti] & ντοβλέτι το [dovléti] Ο44 : α. η κρατική εξουσία, στην Οθωμανική Aυτοκρατορία. β. (λαϊκότρ.) το κράτος. (έκφρ.) πάει με το ~, για κπ. που υποστηρίζει πάντοτε αυτούς που έχουν την εξουσία.
[ντοβ-: τουρκ. devlet (από τα αραβ.) -ι ( [e > o] από επίδρ. του χειλ. [v] )· δοβ-: λόγ. επίδρ.]