Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διώρυγα η [δióriγa] Ο28 : τεχνητό αυλάκι: α. που ενώνει θάλασσες, λίμνες ή ποταμούς και του οποίου το βάθος και το πλάτος είναι κατάλληλο για τη ναυσιπλοΐα· (πρβ. πορθμός): H διάνοιξη της διώρυγας της Kορίνθου έγινε το 1893. β. που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση, αποστράγγιση κτλ.· κανάλι1.
[λόγ. < αρχ. διῶρυξ, αιτ. -υχα, ελνστ. -υγα]