Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διώροφος, επίθ.
-
- Που έχει δύο ορόφους, δίπατος:
- οίκοι διώροφοι (Έκθ. χρον. 8021).
[μτγν. επίθ. διώροφος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει δύο ορόφους, δίπατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διώροφος -η -ο [δiórofos] Ε5 : α. που έχει δύο ορόφους: Διώροφη οικοδομή / μονοκατοικία. β. που έχει δύο επίπεδα: Διώροφο λεωφορείο. || Διώροφη τούρτα.
[λόγ. < ελνστ. διώροφος]