Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
διώμα το· διώμαν.
  • Η καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά·
    • καμάρωμα:
      • τρυγόνα με το διώμα (Ch. pop. 208
      • από το σείσμαν το πολύν και το πολύν το διώμαν (Προδρ. III 273-71 χφφ PK κριτ. υπ).

[<ουσ. ιδίωμα (βλ. ά.). Η λ. στο Meursius (δίομα) και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διωματάρης ο.
  • Αυτός που έχει καλό παράστημα, κομψός, χαριτωμένος:
    • νέος … διωματάρης (Βοσκοπ. 386).

[<ουσ. διώμα + κατάλ. άρης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
διωματεύομαι.
  • Καμαρώνω, υπερηφανεύομαι:
    • εσύ να διωματεύεσαι κι εμέν να θανατώνεις; (Ερωτοπ. 19).

[<ουσ. διώμα + κατάλ. εύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες