Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διώκω [δióko] -ομαι Ρ3 : 1α. (νομ.) εισάγω σε δίκη, ενάγω: Aδίκημα που διώκεται αυτεπάγγελτα. H αρχαιοκαπηλία διώκεται ποινικά. β. ασκώ πειθαρχική δίωξη. 2. εφαρμόζω εις βάρος κάποιου μέτρα που αποβλέπουν στην ηθική ή υλική μείωση ή και στη φυσική εξόντωσή του: Aπαγορεύεται να διώκεται ένας πολίτης για τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις του.
[λόγ. < αρχ. διώκω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διώκω· διώχνω· διώχτω· διώχω· δώχνω· δώχω· εδιώχνω· αόρ. έδιωξα.
-
- 1)
- α) Καταδιώκω:
- λαός μας διώχνει (Διγ. Z 2007)·
- β) (προκ. για ζώο) κυνηγώ:
- ένα ’λάφι διώχνοντας οπού ’θελε μας φύγει (Πανώρ. Β´ 130).
- α) Καταδιώκω:
- 2) (Προκ. για τόπο)
- α) διασχίζω:
- φάραγγας διώκει (Φυσιολ. (Legr.) 75)·
- β) περιηγούμαι:
- εγύρισεν, εδίωξε τους τόπους και τα κάστρα (Βέλθ. 219).
- α) διασχίζω:
- 3) Φρ.
- α) διώχνω τους αέρας, βλ. αήρ Φρ. 1·
- β) διώχνω τους ανέμους = είμαι τόσο γρήγορος που «καταδιώκω» και προφταίνω τον άνεμο:
- (Γεωργηλ., Θαν. 577), (Φλώρ. 1657).
- 4) Επιθυμώ κάπ., θέλω:
- (Φαλιέρ., Λόγ. 123).
- 5) (Μτβ. και αμτβ.) επιδιώκω κ., αγωνίζομαι για κ.:
- δίωχνε την αλήθειαν (Σπαν. O 43).
- 6)
- α) Διώχνω, απομακρύνω:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 48410)·
- β) φρ. διώχνω απομπρός μου, βλ. απεμπρός Φρ.·2·
- γ) κατατρέχω, καταδιώκω κάπ.:
- διωγμένοι επρόσφευγαν εις το σπίτι του (Συναδ. φ. 52r)·
- δ) εκτοπίζω, εξορίζω:
- (Ασσίζ. 296‑7)·
- ε) (προκ. για ποτάμι) μετατοπίζω την κοίτη:
- εδίωξε τον ποταμόν εξ αύτον το λιβάδιν (Διγ. Esc. 1627).
- α) Διώχνω, απομακρύνω:
- 7) (Μεταφ.) αποβάλλω κ.·
- λησμονώ, απαρνιέμαι:
- ολπίζω πως ογλήγορα τον πόθον του να διώξω (Ερωτόκρ. Γ´ 438).
- λησμονώ, απαρνιέμαι:
- 8) (Προκ. για πρόβατα) (επιτηρώντας) βόσκω:
- (Λίβ. (Lamb.) N 894).
[αρχ. διώκω. Τ. διώκτω στο Βλάχ. Ο τ. διώχνω στο Meursius (διόχνειν) και σήμ. Η λ. και οι τ. διώχτω και διώχω και σήμ. ποντ.]
- 1)