Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διώκτρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
διώκτρα η· διώχτρα.
  • Αυτή που διώχνει, απομακρύνει:
    • καλέστρα του θανάτου μου και διώχτρα τση ζωής μου (Πανώρ. Β´ 526).

[<ουσ. διώκτρια (4. αι. LBG). Η λ. στο Somav. (λ. τρια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες