Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διώκτης ο [δióktis] Ο10 θηλ. διώκτρια [δióktria] Ο27 : 1α. αυτός που επιβάλλει ή εκτελεί μέτρα δίωξης ή διωγμού: Οι αστυνομικοί είναι διώκτες του εγκλήματος. Nέρων, ο μέγας ~ του χριστιανισμού. β. αυτός που καταδιώκει κπ. για να τον συλλάβει: Kατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες του. 2. αυτός που συστηματικά επιχειρεί με απροκάλυπτες και σκληρές μεθόδους να προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη σε κπ. ή να εμποδίσει την επικράτηση μιας ιδεολογίας ή θεωρίας: Aπηνής ~ του δημοτικισμού.
[λόγ. < ελνστ. διώκτης, διώκτρια]
[Λεξικό Κριαρά]
- διώκτης ο· διώχτης.
-
- 1) Αυτός που καταδιώκει, διώκτης:
- των Χριστιανών … διώκτην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 746).
- 2) Αυτός που διώχνει, απομακρύνει:
- διώκτη του καλού μου (Φαλιέρ., Ιστ. 603).
[μτγν. ουσ. διώκτης. Η λ. και σήμ.]
- 1) Αυτός που καταδιώκει, διώκτης: