Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: διύλιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διύλιση η [δiílisi] Ο33 : το σύνολο των φυσικών ή χημικών διαδικασιών, με τις οποίες γίνεται η κάθαρση ή ο εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης, π.χ. της ζάχαρης, του λαδιού κτλ. και ειδικότερα για το αργό πετρέλαιο, η επεξεργασία με την οποία μετατρέπεται σε άλλα εμπορικά προϊόντα, όπως π.χ. αέρια, βενζίνη κτλ.

[λόγ. < ελνστ. διύλι(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες